- ὑπερουράνια
- ὑπερουράνιοςabove the heavensneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερουράνια στοιχεία — Χημικά στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του 92 (ο ατομικός αριθμός του ουράνιου), τα οποία κατέχουν τις θέσεις μετά το ουράνιο στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων. Τα μέχρι σήμερα γνωστά ισότοπα των υπερουράνιων στοιχείων εμφανίζουν αστάθεια … Dictionary of Greek
αμερίκιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο, με σύμβολο Am και ατομικό αριθμό 95. Είναι ραδιενεργό και απαντά σε μια δεκάδα ισοτόπων, οι χρόνοι μέσης ζωής (ραδιενέργεια) των οποίων κυμαίνονται μεταξύ λίγων δεκάδων λεπτών και μερικών χιλιάδων ετών. Το ανακάλυψαν το… … Dictionary of Greek
αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… … Dictionary of Greek
τρανσουράνιος — α, ο, Ν φρ. «τρανσουράνια στοιχεία» χημ. τα στοιχεία που, στον πίνακα τού περιοδικού συστήματος, βρίσκονται πέρα από το ουράνιο, αλλ. υπερουράνια στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. transuraniens < trans (< λατ. trans… … Dictionary of Greek
υπερουράνιος — α, ο / ὑπερουράνιος, ον, ΝΜΑ [οὐράνιος] (κυρίως ως προσωνυμία τού Θεού) αυτός που βρίσκεται πάνω από τον ουρανό νεοελλ. φρ. «υπερουράνια στοιχεία» φυσ. χημ. συνοπτική ονομασία τών τεχνητών ραδιενεργών χημικών στοιχείων τα οποία στον πίνακα τού… … Dictionary of Greek
φέρμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fm· ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 100 και είναι γνωστά 9 ισότοπά του από μαζικό αριθμό 248 έως 256· το ισότοπο με τη μεγαλύτερη τιμή, το Fm253, έχει… … Dictionary of Greek
καλιφόρνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cf. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των σπάνιων γαιών, και έχει ατομικό αριθμό 98. Το κ. είναι ένα από τα υπερουράνια στοιχεία –στοιχεία που δεν απαντούν στη φύση, αλλά… … Dictionary of Greek
Μάιτνερ, Λίζε — (Lise Meitner, Βιέννη 1878 – Κέιμπριτζ, Αγγλία 1968). Αυστριακή φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Από πολύ νέα αφοσιώθηκε στη μελέτη της ραδιενέργειας τελειοποιώντας μία μέθοδο για την ηλεκτρολυτική επικάθηση του ακτινίου (1911) και των ισοτόπων του… … Dictionary of Greek
πυρήνας ατομικός — Στη φυσική, το κεντρικό, εξαιρετικά συμπαγές και θετικά φορτισμένο μέρος του ατόμου. Γύρω από τον πυρήνα κινούνται τα ηλεκτρόνια φορτισμένα αρνητικά. Οι διαστάσεις των πυρήνων είναι της τάξης μεγέθους 10 13 ÷10 12 εκ. (κλάσμα ίσο με ένα… … Dictionary of Greek
υπερουράνιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά από τον ουρανό: Ο υπερουράνιος Θεός. 2. (χημ.), αυτός που έχει ατομικό αριθμό μεγαλύτερο από του ουρανίου (92): Υπερουράνια στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)